- ρομβίον
- και ῥυμβίον, τὸ, Α [ῥόμβος / ῥύμβος]μικρός ρόμβος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημιρρόμβιο — το (Α ἡμιρρόμβιον) νεοελλ. ναυτ. υποδιαίρεση κάθε ρόμβου* τού ανεμολογίου τής ναυτικής πυξίδας ίση με το ένα εξηκοστό τέταρτο τής περιφέρειας, κν. μετζοκάρτο, μέτζο αρχ. είδος επιδέσμου που μοιάζει με μισό ρόμβο, ημίτομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * +… … Dictionary of Greek
ρυμβίον — τὸ, Α υποκορ. βλ. ῥομβίον … Dictionary of Greek